ἐξαπιναίαις

ἐξαπιναίαις
ἐξαπίναιος
fem dat pl
ἐξαπιναῖος
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαπίναιος — ἐξαπίναιος, α, ον και ἐξαπιναῑος, α, ον και ἐξαπίναῑος, ον (Α) [εξαπίνης] αιφνίδιος, ξαφνικός («ἐξαπιναίαις συμφοραῑς», Δίων Κάσσ.). επίρρ... ἐξαπιναίως αιφνίδια, ξαφνικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”